τοπικώς

τοπικώς
ΜΑ
επίρρ. βλ. τοπικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοπικῶς — τοπικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικώς — τοπικός of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

  • мѣстьныи — (94) пр. 1.Пр. к мѣсто в 1 знач.: мѣстьноѥ ѹбо прехожениѥ паче || тъщивѣѥ и съ сластью сътворити ми (τῶν τόπων) ЖФСт XII, 122–123; одръ бо не в которемь вертоградѣ настьлавше и ста(г) на немь привѧзавше, оставиша ѥмѹ блѹдницю, ˫ако ѹбо ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мѣстьнѣ — (1*) нар. В отношении к определенному месту: Слышасте рече въ iѡановѣ еуа(г)льи гл҃ща. въстанѣте идѣ(м) ѿсюду. се же гл҃ще. не тогда ѹч҃нкмъ токмо. мѣстнѣ и телеснѣ июдѣе(м) въстати. но иже по си(х). (τοπικῶς) ГБ XIV, 204б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ALEXANDER Polyhistor — multa philologica et historica reliquit. Floruit Olymp. 173. quâ in Aegypto iterum regnavit Ptolemaeus Lathyrus, bellumque in Graecia gerebat L. Sylla. De hoc Alexandro ita scribit Suidas. Alexander Milesius, qui et Polyhistor, et Cornelius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • εντόπιος — α, ο και ντόπιος, α, ο (AM ἐντόπιος, ία, ον και ἐντόπιος, ον, Μ και ντόπιος, α, ο) 1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.) 2. ως ουσ. ο εντόπιος αυτόχθονος,… …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”